- συλλήπτρια
- συλλήπ-τρια, ἡ, fem. of sq., Ar.Fr.864 (cf. συλλῄστρια), X.Mem. 2.1.32, Iamb.Comm.Math.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συλλήπτρια — fem nom/voc sg συλλήπτωρ accomplice fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλήπτρια — ἡ, ΜΑ βλ. συλλήπτωρ … Dictionary of Greek
συλλήπτριαν — συλλήπτρια fem acc sg συλλήπτωρ accomplice fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλήπτωρ — ό, θηλ. συλλήπτρια, ΜΑ, θηλ. και συλλήπτειρα, Μ βοηθός, αρωγός (α. «ἀγαθὴ συλλήπτρια τῶν ἐν εἰρήνη πόνων», Ξεν. β. «σὺ δ ἡμῑν τοῡδε συλλήπτωρ γενοῡ», Ευρ. γ. «πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ ἄν ἀλάστωρ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα… … Dictionary of Greek